- ἐρίβωλος
- ἐρίβωλοςmasc/fem nom sgἐριβῶλαξwith large clodsmasc/fem nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερίβωλος — ἐρίβωλος, ον (Α) βλ. εριβώλαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»] … Dictionary of Greek
ἐρίβωλον — ἐρίβωλος masc/fem acc sg ἐρίβωλος neut nom/voc/acc sg ἐριβῶλαξ with large clods masc/fem acc sg (epic) ἐριβῶλαξ with large clods neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβώλου — ἐρίβωλος masc/fem/neut gen sg ἐριβῶλαξ with large clods masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβώλων — ἐρίβωλος masc/fem/neut gen pl ἐριβῶλαξ with large clods masc/fem/neut gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριβώλῳ — ἐρίβωλος masc/fem/neut dat sg ἐριβῶλαξ with large clods masc/fem/neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βώλος — (3ος αι. π.Χ.). Νεοπυθαγόριος φιλόσοφος από την Αίγυπτο. Έγραψε πλήθος έργων γύρω από ιατρικά, γεωργικά, φιλοσοφικά θέματα κ.ά. Το πιο σημαντικό είναι τα Φυσικά, που άσκησε μεγάλη επίδραση στους Άραβες αλχημιστές και στους φιλοσόφους του Μεσαίωνα … Dictionary of Greek